- κυκεώνας
- ο (AM κυκεών, -ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, -ᾱνος)σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῑς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.)μσν.-αρχ.ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού, ενώ μερικές φορές περιείχε και μέλιαρχ.είδος φαρμάκου («κἂν εἰ τύχοιεν ἐν τῷ παραχρῆμα κυκεῶνα πιόντες», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επίθημα -εώνο δωρ. τ. κυκᾶν εμφανίζει επίθημα -ᾶν < -άων, με συναίρεση].
Dictionary of Greek. 2013.