κυκεώνας

κυκεώνας
ο (AM κυκεών, -ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, -ᾱνος)
σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῑς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.)
μσν.-αρχ.
ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού, ενώ μερικές φορές περιείχε και μέλι
αρχ.
είδος φαρμάκου («κἂν εἰ τύχοιεν ἐν τῷ παραχρῆμα κυκεῶνα πιόντες», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επίθημα -εών
ο δωρ. τ. κυκᾶν εμφανίζει επίθημα -ᾶν < -άων, με συναίρεση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυκεώνας — ο συνονθύλευμα, ανακατωσούρα, λαβύρινθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυκεῶνας — κυκεών potion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκάν — κυκάν, ᾱνος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κυκεώνας …   Dictionary of Greek

  • πολυοδία — ἡ, ΜΑ 1. μακρύς δρόμος, μακρινή οδοιπορία 2. ύπαρξη πολλών δρόμων, λαβύρινθος («ταῖς πολυοδίαις τοῡ βίου τούτου ἐναμηχανοῦντες», Γρηγ. Νύσσ.) 3. (για εσφαλμένα επιχειρήματα) κυκεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὁδός + κατάλ. ία (πρβλ. παρ οδ ία)] …   Dictionary of Greek

  • συμφυρμός — ο, ΝΜΑ [συμφύρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμφύρω, άτακτη ανάμιξη διαφόρων πραγμάτων, ανακάτωμα, κυκεώνας νεοελλ. γλωσσ. το φαινόμενο κατά το οποίο δύο λέξεις σημασιολογικά συγγενείς αναμιγνύονται και δημιουργούν μια νέα λέξη, όπως λ.χ. η …   Dictionary of Greek

  • συρφετολογία — ἡ, ΝΑ κυκεώνας επιχειρημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρφετός + λογία*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”